Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν η βραβευμένη από την Poetry Society of America ποιητική συλλογή Αιώνες (Aeons) του Max Ritvo, σε μετάφραση και επιμέλεια της συντακτικής ομάδας του Τεφλόν.
Ο Μαξ Ρίτβο, τον οποίον παρουσιάσαμε στο τχ. 12 του περιοδικού, γεννήθηκε το 1990 στο Λος Άντζελες. Από μικρή ηλικία έπασχε από το σάρκωμα του Ewing, μια σπάνια μορφή καρκίνου των οστών. Ποιήματα, συνεντεύξεις και δοκίμιά του έχουν δημοσιευτεί σε διακεκριμένα περιοδικά όπως τα The Los Angeles Review of Books, New Yorker, Poetry, Boston Review και Yale Literary Magazine. Σπούδασε ποίηση στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Έφυγε από τη ζωή στις 23 Αυγούστου 2016.
[ Λίγα λόγια για το βιβλίο ]
Στους Αιώνες ο Ρίτβο περιστοιχίζεται από πρόσωπα σε ένα σύμπαν μέδουσα. Το όνομά του βρίσκεται στο στομάχι μιας χήνας. Η γλώσσα είναι ένα φύλλο που σκίζεται, ένα βουλωμένο υδραγωγείο. Οι επιθυμίες δεν φωτίζουν στιγμιαία την οθόνη του μυαλού αλλά χρωματίζονται αργά καθώς περνούν μέσα από το σώμα. Το σώμα που είναι άλλοτε ουρανός, άλλοτε καβούκι, άλλοτε ύφασμα. Η βελόνα του πικάπ εισχωρεί στο κεφάλι. Στην καρδιά φυτρώνουν νύχια. Το δέρμα βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο με τον φλοιό και τον οπό των δέντρων. Το μυαλό είναι ένα μαύρο γάντι. Ο βολβός της τρίχας κάτι που μασιέται μέχρι να βγάλει χυμό. Το αίμα χαρούμενο κι εξουθενωμένο. Ο θάνατος καρδιοκατακτητής.
Η ποίηση του Ρίτβο αποτελεί θαυμαστό μείγμα αμεσότητας, εμβρίθειας, γρίφων, επινοήσεων, ενσαρκώσεων και εκλάμψεων. Πότε φασκιωμένη με τη ζεστασιά των θηλαστικών και πότε «δέσμη καθάριο νερό που εκρήγνυται» κρύβει μέσα της «μια ελπίδα σε σχήμα πουλιού». Στους διαδρόμους των νοσοκομείων ο ποιητής παρατηρεί ψύχραιμα και διερευνητικά το μαβί διάχυτο φως ενός επικείμενου θανάτου˙ ξαπλωμένος ανάσκελα στον τομογράφο τού στέλνει φιλιά.
[ Δείγμα Γραφής ]
Σκέϕτηκα ότι θα κατανοούσα τον κίτρινο κεραυνό
σε μια ζωγραϕισμένη καταιγίδα –
τον αποϕασιστικό τρόπο με τον οποίο εξαϕανίζεται
καθώς ϕαντάζομαι τον εαυτό μου να εκσϕενδονίζεται
με το κεϕάλι στον πίνακα.
Αντ’ αυτού έχω αυτή την εικόνα δυσαρέσκειας,
σκέψη που δεν εγείρεται, αλλά χωρίζεται στα δύο
στην αναπάντητη ερώτηση του κεραυνού,
το μυαλό μου
ένα μαύρο γάντι
που το περνάς για άντρα
στη μέση μιας χιονοθύελλας
***
Έτσι τώρα εκείνος καταλαβαίνει λάθος, θυμάται
τα δάχτυλα, νιώθει έρημος.
Από κάτω του κολυμπούν κυανόπτεροι τόνοι με
πενήντα μίλια την ώρα,
γρήγοροι και αόρατοι σαν τα κατεργάρικα δάχτυλα.
Αυτές οι θαλάσσιες ραϕές, αυτοί οι μαυριδεροί
μανδύες εντέρων,
είναι τόσο γρήγοροι όσο και οι σκέψεις του ψαρά.
Καθώς η σκέψη προχωρά μπροστά,
ένα νέο ψάρι ανεβαίνει μέχρι την καρίνα της
αγκυροβολημένης βάρκας –
ποιητική συνενοχή μεταξύ πολλών,
ποιητική συνενοχή των σιωπηλών,
νανούρισμα μέσα σε άλλο νανούρισμα.
***
ΣΥΜΠΑΝ ΟΠΟΥ ΔΕΝ ΗΜΑΣΤΑΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ
Μου δόθηκε ανταμοιβή:
Εσείς οι δύο θα επιλέξετε
πού θα αναπαυθώ.
Είμαστε τρεις γλυκύτατοι κυνηγοί με το βλέμμα καρφωμένο
στον ποτισμένο με λίπος βούρκο.
Στο βάθος κάθε τρύπας από σφαίρα
αναζητούμε τον φακό του γυαλιού
που θα ανατίναζε το είδωλο
της λείας μας.
Είναι ένα χαστούκι δυνατού αέρα.
Κοιτάμε ψηλά
το ιλαρό φεγγάρι.
Πέφτω κάτω στη λευκή λάσπη.
Όταν η αναπνοή παίρνει να γίνεται άρρυθμη,
γαργαλήστε με, πολυαγαπημένοι μου –
προκειμένου η αρρυθμία να μπερδευτεί.
***
ΟΠΩΣ Η ΕΥΑ
Κρατώ το σώμα απ’ το οποίο φύτρωσα˙
το πλευρό σου είναι ο λάκκος μου.
Είμαι ένα ημισέληνο στεφάνι από φύλλα˙
ο ομφαλός σου εκπνέει αυτές τις λέξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου